- κατεσταλμένος
- καταστέλλωput in orderperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστέλλω — (AM καταστέλλω) 1. κάνω κάτι να περιοριστεί, συγκρατώ την ορμή κάποιου, δαμάζω, υποτάσσω, αναχαιτίζω, σταματώ, καταπνίγω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω, καθησυχάζω μσν. 1. κυριεύω, υποτάσσω 2. θάβω, ενταφιάζω αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω,… … Dictionary of Greek
καταστέλλομαι — καταστέλλομαι, (κατεστάλη κατεστάλησαν), (σπάν.) κατεσταλμένος βλ. πίν. 91 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՆՐԲԱՒԱՐՏ — ( ) NBH 2 0455 Chronological Sequence: Early classical ա. κατεσταλμένος . Ոյր աւարտն՝ կամ վերջն է նուրբ, ըստ որում ամփոփեալ, կամ օրինօք յարդարեալ. *Ի մարմնի իսկ զո՞ր ասիցեմք առողջս. զյո՛յրսն եւ զուռուցեալսն եւ զջրագողեա՞լսն, եթէ զնրբաւարտսն (կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)